η ζωγραφιά στη σανίδα

15 03 2010
IMG_1032

“water mirror” phot@rt by Aeglie

Έξω, στις όχθες του κόσμου, ζούσαν. Λίγο ψηλότερα απ’ τον ποταμό, που πήγαινε το νερό στην πόλη. Έβλεπαν από μακριά τη θάλασσα ν’ ανυπομονεί για το καλοκαίρι. Τα σπίτια τους κρεμασμένα μες στον αρχαίο ελαιώνα. Παιδιά. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και τ’ ανέβαζαν καθένα στο δικό του. Ξύλινα, ελαφρά, μικρά. Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, τετράδια.
Κουρασμένα απ’ το παιχνίδι στο ποτάμι όλη τη μέρα, σκαρφάλωναν τα όνειρά τους το βραδάκι, με χρωματιστά μολύβια στις λευκές σελίδες. Μαζεύονταν να κουρνιάσουν τα πουλιά, με τρελούς κελαηδισμούς. Και πριν ησυχάσουν εκείνα, έπιαναν το τραγούδι τα παιδιά. Σε λίγο και τ’ αστέρια. Όλα τα παιδιά έβλεπαν τ’ αστέρια. Μόνο δυο άκουγαν το τραγούδι τους. Συνέχιζαν να το σφυρίζουν σιγανά καθώς κοιμόνταν τα μικρότερα. Ύστερα, γλιστρούσαν αθόρυβα απ’ τα δέντρα τους και συναντιόνταν στο πλάτωμα στην όχθη. Ξάπλωναν πλάι σιωπηλά και κοίταζαν τ’ αστέρια ως να τα σβήσει η αυγή.
Εκείνη τη νύχτα είπε: “Δες, όλ’ αυτά τ’ αστέρια τραγουδούν την αγάπη μας, απόψε.” Τότε σηκώθηκαν, ανέβηκαν τη σανίδα, κατέβηκαν το ποτάμι, βγήκαν στη θάλασσα, συνέχισαν στ’ ανοιχτά, έφτασαν στο νησί.
Δε φαινόταν, στην τρυφερή φθινοπωρινή ομίχλη, αλλά η σανίδα τους ήξερε πού τα πήγαινε. Είχαν ονειρευτεί το νησί, που στο σώμα του θα έσμιγαν. Το είχαν ζωγραφίσει στα τετράδιά τους. Αργότερα, κάποια νύχτα, το είχαν ζωγραφίσει μαζί στο κορμί της σανίδας.