the book of a hundred hands, by Cole Swensen

26 02 2017
img_1060

“white moon dot” phot@rt by Aeglie

ΒΡΟΧΗ

Αυτό εδώ είναι περίπλοκο. Θα χρειαστείς πολλά χέρια.

Θα σε συμβούλευα να τα προετοιμάσεις από πριν.

Εμπρός σου θα βρεθεί πολύ νερό. Μοίρασέ το στα δυο και ένωσε

τις άκρες των δαχτύλων, που

φτάνουν τη γη σχεδόν, δηλαδή, απλώνονται πέρα μακριά από δω και

Στάσου (εδώ μπορείς να προσθέσεις κάποιο ζωντανό αντικείμενο, απλώς

με το αριστερό χέρι μαλακώνεις τα δάχτυλα του δεξιού και κοσκινίζεις, πάντα μαλακά, πίσω μπρος.

ΠΟΥΛΙΑ

Το θέατρο σκιών βασίζεται στα πουλιά. Αυτό έχει να κάνει με το σκοτάδι. Τα πουλιά προτιμούν το σκοτάδι.

Είναι κοινό των παπαγάλων, των  κορυδαλλών

βλέπεις μες απ’ αυτό – η πυκνότητα του ατμοσφαιρικού φωτισμού. Ζουν μέσα σε

κάθε αριθμό πραγμάτων. Πράγματα χωρίς αριθμό. Ονόμασέ τα:

δυο πουλιά πετούμενα

δυο πουλιά πετούμενα

απαιτούν και τα δυο χέρια επειδή

τα χέρια είναι πιο εύπλαστα από το υπόλοιπο σώμα

διότι δεν ανήκουν σε αυτό.





End of Winter, by Louise Glück

22 04 2015

το τέλος του χειμώνα

Πάνω απ’ τον ήσυχο κόσμο, κελαηδά ένα πουλί
ξυπνώντας μονάχο μες στα μαύρα κλαδιά.

Θέλεις να γεννηθείς. Θα γεννηθείς.
Πότε άραγε η οδύνη μου έγινε
εμπόδιο στην ηδονή σου;

Ρίχνεσαι μπρος
μες στο σκοτάδι και το φως ταυτόχρονα
με διψασμένες αισθήσεις

λες κι είσαι κάτι καινούργιο, που θέλει
να εκδηλωθεί

όλο λαμπρότητα, όλο ζωντάνια

δε σκέφτεσαι
τι θα σου κοστίσει,
δε φαντάζεσαι τον ήχο της φωνής μου
παρά σαν κάτι δικό σου –

δε θα την ακούσεις στον άλλο κόσμο,
οπωσδήποτε όχι καθαρά,
όχι σε κελαηδισμό ή φωνή ανθρώπου,

όχι τον αγαπημένο ήχο, μόνο
μια επίμονη αντήχηση
μια βοή που λέει αντίο, στο καλό –

την ίδια αδιάκοπα φράση
που μας δένει μαζί.

End of Winter, by Louise Glück





Vespers, by Louise Glück

5 11 2012

εσπερινό ποίημα

Στην παρατεταμένη σου απουσία, μου επιτρέπεις
τη χρήση της γης, προσδοκώντας
να αποδώσει κάτι η επένδυση. Πρέπει να αναφέρω
ότι απέτυχα σε ό,τι μου ανατέθηκε, κυρίως
στην καλλιέργεια τομάτας.
Νομίζω δεν έπρεπε να ενθαρρυνθώ να καλλιεργήσω
τομάτες. Ή, αν έπρεπε, εσύ όφειλες να κρατάς
μακριά τις δυνατές βροχές, τις κρύες νύχτες που έρχονται
τόσο συχνά εδώ, ενώ αλλού έχει
δώδεκα βδομάδες καλοκαίρι. Όλο αυτό
σου ανήκει: ωστόσο,
φύτεψα τους σπόρους, είδα τους πρώτους βλαστούς
σαν φτερούγες να σχίζουν το χώμα, κι η καρδιά μου
ράγισε από το μαρασμό, το μαύρο σημάδι τόσο γρήγορα
να εξαπλώνεται σε κάθε σειρά. Αμφιβάλλω
αν έχεις καρδιά, με την έννοια που εμείς αντιλαμβανόμαστε
αυτόν τον όρο. Εσύ που δεν ξεχωρίζεις
τους νεκρούς από τους ζωντανούς, που είσαι, άρα,
απρόσβλητος από προμηνύματα, δε γνωρίζεις
πόσο τρόμο υποφέρουμε, το μαραμένο φύλλο,
τα κόκκινα φύλλα του σφένδαμου που πέφτουν
ακόμα και τον Αύγουστο, στο πρώιμο σκοτάδι: είμαι υπεύθυνη
γι’ αυτά τα φυτά.

Vespers, by Louise Glück





The Fountainhead, by Ayn Rand

31 05 2010


Τα φύλλα σέρνονταν, τρέμοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Δεν ήταν πράσινα, μόνο λίγα, σκόρπια μες στο χείμαρρο, διακριτές σταγόνες ενός πράσινου τόσο φωτεινού και καθάριου που πλήγωνε τα μάτια. Τα υπόλοιπα δεν ήταν χρώμα, ήταν φως, η ύλη της φωτιάς πάνω στο μέταλλο, ζωντανές σπίθες δίχως άκρη. Έμοιαζε λες και το δάσος ήταν μια έκταση από φως που σιγόβραζε για να φτιάξει αυτό το χρώμα, αυτό το πράσινο που αναδυόταν σε μικρές φυσαλίδες, το συμπυκνωμένο απόσταγμα της άνοιξης. Τα δέντρα αντάμωναν γέρνοντας πάνω από το δρόμο και τα φωτεινά σημάδια του ήλιου πάνω στο έδαφος κινούνταν με την κίνηση των κλαδιών, σαν ενσυνείδητο χάδι. Ο νεαρός άντρας ευχόταν να μην πέθαινε.
Όχι αν η γη μπορεί να είναι έτσι, σκέφτηκε. Όχι αν μπορεί ν’ ακούει την ελπίδα και την υπόσχεση σαν φωνή, με φύλλα και κορμούς δέντρων και βράχους αντί για λέξεις. Αλλά ήξερε ότι η γη ήταν έτσι μόνο επειδή δεν είχε δει ίχνος ανθρώπου για ώρες. Ήταν μόνος. Κατηφόριζε με το ποδήλατό του ένα ξεχασμένο μονοπάτι ανάμεσα στους λόφους της Πενσυλβάνια όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν και όπου μπορούσε να νιώσει το ζωντανό θαύμα ενός ανέγγιχτου κόσμου.
Ήταν πολύ νέος. Είχε μόλις αποφοιτήσει από το κολέγιο – εκείνη την άνοιξη του έτους 1935 – και ήθελε ν’ αποφασίσει αν η ζωή άξιζε. Δεν ήξερε ότι αυτό αναρωτιόταν. Ούτε σκεφτόταν το θάνατο. Σκεφτόταν μόνο ότι λαχταρούσε να βρει χαρά και λόγο και νόημα για να ζήσει – και τίποτα απ’ αυτά δεν είχε βρει πουθενά.
Δεν του άρεσαν τα πράγματα που είχε μάθει στο κολέγιο. Όλ’ αυτά που είχε διδαχθεί για την κοινωνική ευθύνη, για μια ζωή υπηρεσίας και αυτοθυσίας. Όλοι έλεγαν ότι ήταν όμορφο κι εμπνευστικό. Μα δεν ένιωθε εμπνευσμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που γύρευε στη ζωή. Το ένιωσε εδώ, σε τούτη την άγρια μοναχικότητα. Μα δεν αντιμετώπιζε τη φύση με τη χαρά του υγιούς ζώου: ως κατάλληλο και τελικό περιβάλλον. Την αντιμετώπιζε με τη χαρά του υγιούς ανθρώπου: ως πρόκληση – ως εργαλείο, μέσο και υλικό. Ώστε ένιωθε θυμό που θα ‘πρεπε να βρίσκει αγαλλίαση μόνο στην ερημιά, που αυτή η εξαίσια αίσθηση της ελπίδας θα χανόταν σαν επέστρεφε στους ανθρώπους και στα έργα τους. Συλλογιζόταν ότι αυτό δεν ήταν το σωστό, ότι το έργο του ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘ναι ένα βήμα ψηλότερα: βελτίωση της φύσης, όχι υποβιβασμός. Δεν του άρεσε να περιφρονεί τους ανθρώπους. Ήθελε να τους αγαπά και να τους θαυμάζει. Αλλά έτρεμε στη θέα του πρώτου σπιτιού, σφαιριστηρίου και κινηματογραφικού πόστερ που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Εκείνο που πάντα ήθελε ήταν να γράφει μουσική. Και δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει διαφορετικά αυτό που αναζητούσε. Για να καταλάβεις πώς είναι, έλεγε στον εαυτό του, αρκεί ν’ ακούσεις τις πρώτες φράσεις από το Πρώτο Κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι ή την τελευταία κίνηση από το Δεύτερο του Ραχμάνινοφ. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει τις λέξεις να το περιγράψουν ούτε την πράξη ούτε τη σκέψη, αλλά έχουν βρει τη μουσική. Ας το έβλεπα σε μια απλή ενέργεια του ανθρώπου. Ας το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα. Ας έβλεπα την απάντηση στην υπόσχεση αυτής της μουσικής. Ούτε υπηρέτες ούτε υπηρετούμενοι, ούτε βωμοί και θυσίες – αλλά η τελείωση, η εκπλήρωση, η έξοδος από τον πόνο. Μη με βοηθάτε και μη με υπηρετείτε – αλλά αφήστε με να το δω μια φορά γιατί το έχω ανάγκη. Μην εργάζεστε για την ευτυχία μου, αδελφοί μου, δείξτε μου τη δική σας, δείξτε μου ότι είναι δυνατόν, δείξτε μου ότι τα καταφέρατε – και η γνώση αυτή θα μου δώσει το κουράγιο να τα καταφέρω κι εγώ.
Είδε ένα γαλανό άνοιγμα εμπρός, εκεί που ο δρόμος τελείωνε στο ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής. Έντονο και καθαρό γαλάζιο σαν μια ταινία νερού απλωμένη ανάμεσα σε πράσινα κλαδιά. Παράξενο, σκέφτηκε, να ‘ρθω ως την άκρη για να μη βρω τίποτα παρά το γαλανό πέραν, τίποτα παρά τον ουρανό εμπρός, επάνω και κάτω. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε, αναβάλλοντας τη σκέψη του εφικτού για την ώρα, παραχωρώντας τον εαυτό του στο όνειρο, να πιστέψει για λίγες στιγμές ότι θα φτάσει στην κορυφή, θ’ ανοίξει τα μάτια του και θα δει το γαλανό ν’ ακτινοβολεί από κάτω.
Το πόδι του άγγιξε το έδαφος, διακόπτοντας την πορεία του. Σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του. Στάθηκε ακίνητος.
Στην ανοιχτή κοιλάδα, πέρα χαμηλά, στο πρώτο φως της μέρας, έβλεπε μια πόλη. Αλλά δεν ήταν πόλη. Οι πόλεις δεν είναι έτσι. Ανέβαλε τη σκέψη του εφικτού πάλι για λίγο, ώστε να μη γυρέψει απαντήσεις κι εξηγήσεις, μόνο να δει.
Μικρά σπίτια κρέμονταν απ’ τις πλαγιές του λόφου μπροστά του ως κάτω τους πρόποδες. Ήξερε ότι οι πλαγιές είχαν μείνει ανέγγιχτες και τίποτα τεχνητό δεν είχε μεταβάλλει τη φυσική ομορφιά του επικλινούς εδάφους. Ωστόσο, κάποια δύναμη γνώριζε πώς να χτίσει σε αυτές τις πλαγιές με τέτοιον τρόπο, ώστε τα σπίτια να είναι φυσική συνέχεια και κανείς να μην μπορεί πια να φανταστεί τους λόφους τόσο όμορφους χωρίς αυτά. Λες κι οι αιώνες κι όλα τα τυχαία γεγονότα που έφτιαξαν αυτές τις πλαγιές με το μόχθο των μεγάλων τυφλών δυνάμεων να περίμεναν την τελική τους έκφραση, να ήταν απλώς ένας δρόμος ως το σκοπό – και ο σκοπός ήταν αυτά τα κτίρια, μέρος των λόφων, σχηματισμένα από τους λόφους, που όμως τους κυρίευαν δίνοντάς τους νόημα.
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καθαρή πέτρα – όπως οι βράχοι που προεξείχαν από τις πράσινες λοφοπλαγιές – και από γυαλί. Μεγάλα τζάμια προσκαλούσαν τον ήλιο να ολοκληρώσει την κατασκευή, κάνοντας το φως του ήλιου μέρος της οικοδομής. Τα σπίτια ήταν πολλά, ήταν μικρά, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο κι ούτε δυο από αυτά δεν ήταν όμοια. Μα ήταν παραλλαγές ενός θέματος, σαν συμφωνία που παιζόταν από μια ανεξάντλητη φαντασία. Και μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις ανάμεσά τους το γέλιο από τη δύναμη που είχε απελευθερωθεί, μια δύναμη που είχε τρέξει και είχε καλπάσει και είχε προσπαθήσει να ξοδευτεί, αλλά δεν είχε φτάσει την κορύφωσή της. Η μουσική, σκέφτηκε, η υπόσχεση της μουσικής που είχε επικαλεστεί, η αίσθησή της στην πραγματικότητα – να την εδώ μπρος στα μάτια του. Δεν την έβλεπε – την άκουγε σε συγχορδίες – σκεφτόταν ότι υπήρχε μια κοινή γλώσσα ανάμεσα στη σκέψη, τη θέαση και τον ήχο – ήταν τα μαθηματικά; – η πειθαρχία της λογικής – η μουσική ήταν μαθηματικά – και η αρχιτεκτονική ήταν μουσική με την πέτρα – ήξερε ότι ήταν ζαλισμένος γιατί αυτός εδώ ο τόπος εμπρός του δεν μπορούσε να είναι αληθινός.
Έβλεπε δέντρα, πρασιές, δρομάκια ν’ ανηφορίζουν τυλίγοντας τις λοφοπλαγιές, πλακόστρωτα σκαλοπάτια, σιντριβάνια, πισίνες, γήπεδα τένις – κι ούτε ένα σημάδι ζωής. Ο τόπος ήταν ακατοίκητος.
Αυτό δεν τον ξάφνιαζε, όχι όσο τον ξάφνιαζε η θέα. Κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν το σωστό: αυτό δεν ήταν μέρος του γνωστού κόσμου. Και για την ώρα δεν είχε καμιά λαχτάρα να μάθει τι ήταν.
Αρκετή ώρα αργότερα κοίταξε γύρω του – και τότε είδε ότι δεν ήταν μόνος του. Λίγα βήματα πιο πέρα ένας άντρας καθόταν πάνω σε μια στρογγυλή πέτρα και κοιτούσε κάτω την κοιλάδα. Ο άντρας φαινόταν απορροφημένος από τη θέα και δεν άκουσε ότι τον πλησίαζε. Ήταν ψηλός και αδύνατος με μαλλιά πορτοκαλί.
Το αγόρι κατευθύνθηκε προς τον άντρα κι όταν εκείνος σήκωσε τα μάτια του, μάτια γκρίζα και ήρεμα, ήξερε ότι ένιωθε το ίδιο πράγμα και ότι θα του μιλούσε όπως ποτέ πουθενά αλλού δεν θα μιλούσε σ’ έναν ξένο.
“Δεν είναι αληθινό, έτσι;” ρώτησε δείχνοντας κάτω.
“Ε, ναι, τώρα είναι” απάντησε ο άντρας.
“Και δεν είναι σκηνικό για ταινία ή κάποιο άλλο παρόμοιο κόλπο;”
“Όχι. Είναι καλοκαιρινό θέρετρο. Μόλις ολοκληρώθηκε. Θ’ ανοίξει σε λίγες εβδομάδες.”
“Ποιος το έχτισε;”
“Εγώ.”
“Πώς σε λένε;”
“Χόουαρντ Ρόαρκ”
“Σ’ ευχαριστώ,” είπε το αγόρι. Ήξερε ότι τα στέρεα μάτια που τον κοίταζαν καταλάβαιναν κάθε τι που αυτές οι δυο λέξεις σκέπαζαν. Ο Χόουαρντ Ρόαρκ έκλινε το κεφάλι του σε επιβεβαίωση.
Με το ποδήλατο πλάι του, το αγόρι κατηφόρισε το στενό μονοπάτι απ’ την πλαγιά του λόφου προς την κοιλάδα και τα σπίτια. Ο Ρόαρκ τον κοιτούσε. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν ούτε θα τον έβλεπε ξανά. Δεν ήξερε ότι είχε δώσει σε κάποιον το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή.





The Snow Man, by Wallace Stevens

9 12 2009

ο χιονάνθρωπος

Πρέπει να ξέρει κανείς από χειμώνα
Για ν’ ατενίσει την παγωνιά και τα κλαδιά
του πεύκου σκεπασμένα με χιόνι.

Και να ‘χει ζήσει στα κρύα για καιρό
Για ν’ αντικρίσει τους κέδρους τυλιγμένους στον πάγο,
Τα ερυθροέλατα ν’ αστράφτουν άγρια από μακριά

στον ήλιο του Γενάρη. Κι όχι να
δυστυχεί στον ήχο του ανέμου,
Στον ήχο των λίγων φύλλων,

Που είναι ο ήχος της γης
Γεμάτης απ’ τον ίδιο άνεμο
Που φυσά στον ίδιο γυμνό τόπο

Γιατί ο ακροατής, που ακούει στο χιόνι
Και είναι τίποτα ο ίδιος, αντικρίζει
Το τίποτα που δεν είναι εκεί και το τίποτα που είναι.

Wallace Stevens





Traveller’s Advisory, by Gary Hyland

20 10 2009

η επίγνωση του ταξιδευτή

Όπου κι αν πας οι άλλοι λείπουν
Νιώθεις το χώρο που αφήνουν
σε κάθε ξένο τοπίο.

Καθησυχάζεις μερικούς με κάρτες.
Οι άλλοι, διαρκώς στο νου σου,
μιλούν σε ανύποπτο χρόνο.

Φεύγεις με ορμή πέρα απ’ τα σύνορα
Δεν τα δείχνει ο παλιός χάρτης
που μελετάς σε κάθε στάση,

το χαρτί μετατρέπεται σε χώρο,
το φως ξεδιαλύνει τις πόλεις,
τους δρόμους, τους φίλους, τις αναμνήσεις.

Που σε φέρνει η ώρα τέτοιαν
ώρα; Τι απόσταση θα διανύσεις
πριν πάρει σχήμα το παρελθόν;

Ούτε κλίμακες, ούτε μύθοι για ερμηνεία
κενές εκφράσεις, άδειοι προορισμοί
στα πρόσωπα που ποθείς.

Ξέρεις πάντα ποιος δεν είναι εκεί
και στρέφεις με προσδοκία
εκεί όπου κάποιος θα έπρεπε να είναι.

Gary Hyland





Happiness, by Louise Glück

23 09 2009

η ευτυχία

Ένας άντρας και μια γυναίκα κοιμούνται στα λευκά.
Είναι πρωί. Νομίζω
Θα ΄ναι ξύπνιοι σύντομα.
Στο τραπεζάκι, δίπλα, ένα βάζο
κρίνα, το φως του ήλιου
λιμνάζει στο λαιμό τους.
Τον κοιτάζω που στρέφει σ’ εκείνη
σαν για να πει τ’ όνομά της
σιωπηλά, βαθιά μες στο στόμα της –
Απ’ το παράθυρο
μια, δυο φορές,
ένα πουλί κελαηδά.
Τότε εκείνη σαλεύει, το σώμα της
γεμίζει απ’ την ανάσα του.

Ανοίγω τα μάτια, με κοιτάζεις.
Ο ήλιος γλιστρά
γύρω στο δωμάτιο.
Δες το πρόσωπό σου, λες,
με το δικό σου τόσο κοντά μου
να γίνεται καθρέφτης.
Πόσο ήρεμος είσαι. Και ο φλεγόμενος τροχός
μας προσπερνά ήσυχα.

Louise Glück





Children in a Field, by Angela Shaw

18 09 2009

παιδιά στο λιβάδι

Δεν ορμούν τόσο βίαια όσο παγιδεύονται.
Καταμεσήμερο, στη μέση στο λιβάδι,
κάθε φύσημα στο χορτάρι ψιθυρίζει βιάσου
βιάσου, κάθε κίτρινο απλώνει το άρωμά του
σαν φήμη, τα παρακινεί να συνεχίσουν.
Είναι ο τρόπος των κοριτσιών. Το λίκνισμα
των φορεμάτων στο καλοκαιρινό εκστατικό
φως, οι γυμνές τους γάμπες ήδη χάνονται μακριά
μες στο πράσινο. Ποια τραγούδια θ’ ακολουθήσουν;
Ό,τι το δάσος σιγοτραγουδά, όποια θύελλα
ή ζημιά οι παρυφές υπόσχονται, όποια
γαλήνη. Άφησέ τα. Άφησέ τα να φύγουν δίχως ίχνη
μες απ’ το ψηλό χορτάρι και μες στη θαμπή
ιτιά, δίχως ίχνη μες απ’ την ισχνή γαλάζια ανάκλαση
του ποταμού, ως τα ψηλά σκοτεινά σώματα
των κωνοφόρων, κι ως πέρα στο καλόδεχτο
κατώφλι του δειλινού.

Angela Shaw