φεγγάρι του μεσημεριού

26 11 2012

Το φεγγάρι γεμίζει κι ανατέλλει μες στο μεσημέρι. Ένα λευκό μπαλόνι σκαρφαλώνει τον αίθριο ουρανό. Βαδίζω ψηλά πλάι στη θάλασσα, ανάμεσα στους ευκαλύπτους, τις μικρές ελιές, τα πεύκα. Κανείς όσο φαίνεται. Στέκομαι. Κανείς όσο ακούγεται. Και μόνο η ανάσα του ανέμου. Μένω ακίνητη κάτω απ’ αυτή τη σκιά. Πουλιά. Κι ένας ήσυχος κυματισμός. Κοιτάζω γύρω: τα νερά χρυσά κι ασημένιοι βράχοι.
Ψηλά, τα κάστρα. Άνθρωποι έχουν πολεμήσει εδώ σε άλλους καιρούς σαν κι αυτόν. Έχουν υψώσει σημαίες, έχουν κατεβάσει σημαίες. Έχουν ποτίσει το χώμα απ’ τις φλέβες ανθρώπων. Σκέφτομαι, τι έγραφε η Λητώ χτες: Είναι στη φύση των ανθρώπων; Μα, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να είναι στη φύση των ανθρώπων να ζουν με τρόπο που δεν τους αρέσει. Δεν μπορεί να είναι στη φύση των ανθρώπων να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, να σκοτώνονται. Άραγε, τότε, γιατί δεν καταφέρνουμε ν’ αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο παρά την τόση προσπάθεια και παρά τη μεγάλη επιθυμία;
Γυρίζω το πρόσωπό μου στο φεγγάρι του μεσημεριού: θέλω μι’ απάντηση τώρα, δεν μπορεί εσύ κάτι παραπάνω από κει πάνω θα ξέρεις, θέλω μι’ απάντηση: Γιατί δεν μπορούμε να πετύχουμε αυτό που τόσο λαχταράμε; Γιατί μόλις κάνουμε λίγα βήματα προόδου τα γκρεμίζουμε όλα – μ’ έναν πόλεμο, με μια οικονομική κρίση, και με τα δύο – κι αρχίζουμε πάλι από την αρχή; Γιατί δεν μπορούμε να εγκαταστήσουμε την ειρήνη και την ευημερία για όλον τον κόσμο; Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς φρουρούς και φρούρια; Γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχουν άλλοι, ότι όλοι είμαστε εμείς;
Μάλλον πολλές ερωτήσεις για μιαν απάντηση, αποφασίζω. Και, μην ξέροντας να περιμένω, μην αντέχοντας πια την υπέροχη ησυχία, βάζω πάλι τον βηματισμό μου με ρυθμό ν’ ακούγεται πάνω στο χαλίκι. Στην τελευταία στροφή του δρόμου προβάλει ένας ήσυχος κόλπος που ανοίγει στη δύση μια μακριά αμμουδιά. Εκεί, στη μέση της θάλασσας που αγκαλιάζει, ένα νησί, ένα τόσο δα μικρό νησί ακατοίκητο, όσο ξέρω την ιστορία του τόπου.
Γιατί κατοικούμε πάνω στα ερείπια του κόσμου που καταστρέφουμε. Δεν έχουμε τολμήσει να καλλιεργήσουμε καινούργια χώματα, να χτίσουμε με καινούργια πέτρα, να σκεφτούμε καινούργιες σκέψεις. Δεν έχουμε οραματιστεί τον κόσμο αληθινά κι απ’ την αρχή καινούργιο κι αλλιώτικο. Έχουμε δώσει το δικαίωμα στην κρίση μας να ονομάζει εκείνο από το οποίο θέλει ν’ απαλλαγεί, μα δεν έχουμε δώσει όνομα σ’ εκείνο το οποίο θέλουμε να δημιουργήσουμε.