Ανοίγω το μπαλκόνι που βλέπει αδιάλειπτα τη θάλασσα
Σκύβω πάνω από τη βαλίτσα που ταξιδεύει μαζί μου
Τιτιβίσματα, φτερουγίσματα
Μες στο δωμάτιο χελιδόνια
Καμπάνες
Είπε, μπορώ κι εγώ να υποφέρω
Κι εγώ μπορώ να πέθανω, είπε
Μπορείτε κι εσείς ν´ αναστηθείτε
Και δια παντός μπορεί να ζείτε
Αρκεί η ελεύθερη βούληση
Τα χελιδόνια πετούν απόψε χαμηλά
Ο μαγιάτικος αγέρας κατεβαίνει απ’ το βορρά,
σφυρίζει κι αγριεύεται
Μυρίζει χιόνι από τα μακρινά βουνά
Ντυνόμαστε πάλι τα ζεστά
Κλείνουμε τα παράθυρα
Στο τραπέζι μένει ένα καλάθι βερύκοκα
Η πείνα του φόβου δε χορταίνει
Σηκώνω το βλέμμα από το μόχθο της ημέρας
Ζεστός βοριάς τη μαστίγωνε ώρες
Δυο χελιδόνια χορεύουν
Ψηλά, μακριά, πάνω απ’ τα μάτια μου
Βαθιά μέσα στο εσπερινά γαλάζιο φως του θόλου
Ο ουρανός
Αιώνες περιμένει ο ουρανός να ελαφρύνεις
Οι σκιές κοιτάζουν την ανατολή
ενώ ο άνεμος έχει κοπάσει
την ώρα που βρέχεις την αυλή και
λάμπει το πλακόστρωτο
Το χώμα κρυμμένο κάτω απ’ τα φυτά
– γεμάτος ο κήπος σου –
ευωδιάζει,
ανακουφίζει τη δίψα του
Τα πράσινα φύλλα ελαφρύνονται
σαν φεύγει από πάνω τους
η σκόνη του μεσημεριού
Ακούω την ανάσα τους
να χορταίνει εσπερινό φως
Τα άνθη δυναμώνουν το χρώμα τους
κι αιχμαλωτίζουν τη ματιά μας
Στρώνεις το τραπέζι έξω
Τα χελιδόνια γυρίζουν στη φωλιά
κάτω απ’ τη στέγη της βεράντας
kind of dialogue