οι χορδές της δημιουργίας

21 02 2021

August Rush [Η μελωδία της καρδιάς]

Ευχαριστώ, ευγνωμονώ και διευρύνω τους διαύλους της ευροής όλων των ωραίων δώρων.

Ένα από τα θαυμαστά δώρα, που τόσο πλουσιοπάροχα μου προσφέρονται διαρκώς, ήρθε μέσω της Λιάλιας, αγαπημένης φίλης και συμμαθήτριας στην τέχνη ευαειζωίας “εύΧρηστος δημιουργός λόγος” την τέταρτη μόλις ημέρα αυτού του χρόνου. Κι ακόμα σήμερα, αυτό το δώρο μου προσφέρει το θαύμα του. Παρακολουθώ για τρίτη φορά αυτήν την ταινία και επιθυμώ να γράψω ένα κείμενο, ώστε να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις που αφυπνίζει και πληροφορίες που φωτίζει.

Όταν, για πρώτη φορά, άνοιξα τον σύνδεσμο και είδα τη φωτογραφία εξωφύλλου, στάθηκα αρκετά λεπτά κοιτάζοντας και παρατηρώντας, στην συνάντηση αυτών των βλεμμάτων, αυτό που γνώριζα ότι είναι η σχέση πατέρα και γιου. Σκέφτηκα: και κρατούν στα χέρια τους τις χορδές της δημιουργίας.

Η ταινία αρχίζει σε νυχτερινή οθόνη και, ενώ μας παρουσιάζει γράμμα και συλλαβή τους συντελεστές, μας αφήνει ν’ ακούσουμε τη φωνή του πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι ένα νεαρό αγόρι. Καθώς μιλάει για τη μουσική, χρώματα παίζουν σε τροχιές στην οθόνη. Έως ότου εκφέρει τη λέξη φως. “Όπως τα πουλιά γεννούν τον ήλιο” μου θυμίζει τον τίτλο μιας καναδικής ιστορίας που έχω μεταφράσει περί τα δεκατρία χρόνια πριν, μόλις βγήκα απ’ τη σχολή. Έτσι, με το τραγούδι του, ο άνθρωπος, με τον κελαηδισμό του, με το λόγο του, διαρρηγνύει τη νύχτα και χαράζει με κάθε λέξη του το φως και φέρνει την ημέρα στην ιστορία του κόσμου.

Ο πρωταγωνιστής μας, ελεύθερος μέσα σ’ ένα γαλήνιο, φιλικό, φυσικό περιβάλλον, λίγο μακριά από ένα λευκό σπίτι, απολαμβάνει τη μουσική που ακούει γύρω του και μας προτρέπει ν’ ανοίξουμε τον εαυτό μας, για ν’ ακούσουμε κι εμείς. Αλλά, μόλις στο δεύτερο λεπτό, η ταινία μας παρουσιάζει το, κάθε άλλο παρά ειρηνικό, ορφανοτροφείο στο οποίο μεγαλώνει. Για ένα λεπτό, εκείνος είναι μόνος του και, μας βεβαιώνει, τότε ακούει τη μουσική ν’ αναβλύζει από μέσα του. Και μας μιλά για την επιθυμία του να μάθει να παίζει μουσική για να τον ακούσουν και να τον βρουν εκείνοι στους οποίους ανήκει. Στο επόμενο, βρίσκεται αναγκασμένος ν’ αρνηθεί τη μουσική που ακούει και την ύπαρξη των γονιών που αναζητά.

Ωστόσο, η σοφή ματιά της σκηνοθέτιδας δεν τον αφήνει να προδώσει τον εαυτό του. Ένας φίλος του είναι εκεί για να βεβαιώσει τους νταήδες για εκείνο που απαιτούν ν’ ακούσουν. Έτσι το νεαρό αγόρι έχει βρει ακόμη μια ευκαιρία να επιβεβαιώσει την αλήθεια του στον εαυτό του.

Ο Έβαν αναζητά τους γονείς του μες στη φαντασία του και η αφήγηση, τώρα, μας τους παρουσιάζει σ’ έναν διάλογο των διαφορετικών ειδών μουσικής που οι δυό τους ακολουθούν, κατόπιν στο σμίξιμό τους σ’ έναν ερωτικό χορό λουσμένον στο φως ολόγιομου φεγγαριού – πάνω σε μια φιλόξενη ταράτσα, πλάι στη φωτισμένη αψίδα, στο Washington Square Park, Manhattan, New York – και, τέλος, τον άμεσο κι αθέλητο χωρισμό τους.

Η ταινία μας πληροφορεί για την ηλικία του ήρωά μας, βρίσκεται στην πρώιμη εφηβεία, εκεί που κάθε άνθρωπος αρχίζει να νιώθει τις δυνάμεις του και αποκτά εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ο Έβαν αφήνει πίσω του το ορφανοτροφείο και βαδίζει στους δρόμους του Μανχάτταν. Εκεί συναντά τον Μάγο, ο οποίος τον ρωτά ποια είναι η επιθυμία του: να με βρουν, απαντά το αγόρι.

Σε αυτό το σημείο σταμάτησα την ταινία την πρώτη φορά, για να επιτρέψω χώρο στις σκέψεις μου. Να μας βρουν γυρεύουμε όλοι. Να μας βρει κάποιος ή να βρούμε κάποιον με τον οποίον να νιώσουμε ότι εδώ ανήκουμε. Για ν’ αγαπηθούμε και ν’ αγαπήσουμε, για να μοιραστούμε τη χαρά της ζωής και για να δημιουργήσουμε. Να βρούμε τον εαυτό μας, λέμε κάποτε.

Ο Έβαν συνεχίζει ν’ ακολουθεί τη μουσική που ακούει κι εκείνη τον οδηγεί στο Julliard Music School. Η βαθιά και γνήσια επιθυμία της καρδιάς του, η αυθεντική και ελεύθερη βούλησή του βρίσκεται τώρα στην τελική ευθεία υλοποίησης. Μαθαίνει μουσική, για να παίξει μουσική, για ν’ ακούσουν οι γονείς του, να σμίξουν και να έρθουν να τον βρουν.

Αυτός, σκέφτομαι, πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο κάθε ον, που επιθυμεί να προσφέρει στον εαυτό του τη βίωση, ενώνει έναν άντρα και μια γυναίκα για να γεννηθεί μέσα τους και να μεγαλώσει ανάμεσά τους. Αυτό έκανε ο Έβαν και την πρώτη φορά, πριν γεννηθεί, εκεί επάνω στην ταράτσα με φόντο την αψίδα κάτω απ’ το πανσέληνο φως. Τότε είχε βάλει έναν διαβάτη να παίζει στην κιθάρα του το Moondance και τον πατέρα που είχε επιλέξει να το τραγουδά στη μητέρα.

Καθώς ο Έβαν συνθέτει τη μουσική του και την παρουσιάζει στο σχολείο του και την κάνει πρόβα με την ορχήστρα για το επικείμενο ανοιξιάτικο κονσέρτο στο Central Park, οι γονείς του ξεκινούν από τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη στα οποία βρίσκονταν, αναζητώντας ο ένας τον άλλον και αναζητώντας εκείνον. Εκείνον που παίζει αυτή τη μουσική που ακούει, για την ώρα, η καρδιά τους και τους θυμίζει τη θαυματουργή τους ένωση.

Η ώρα έχει φτάσει. Όλοι είναι εκεί. Το παιδί διευθύνει την ορχήστρα που παίζει τη μουσική του. Οι γονείς, ενώ απομακρύνονταν, επιστρέφουν. Ακούν προσεκτικά τη μουσική που γνωρίζουν μέσα τους. Αφήνουν τη μουσική να οδηγήσει τα βήματά τους. Πλησιάζουν. Ανταμώνουν. Αναγνωρίζουν το παιδί, στο οποίο ανήκουν. Εισέρχονται ενσυνείδήτα μες στο ον, μες στο είναι τους.