είσαι έτοιμη

24 12 2019
ετοιμη

“guide me up” phot@rt by Aeglie

Ήταν ένα παιδί μια φορά, μακριά, σε τόπους άλλους και καιρούς που είναι κρυμμένοι. Ένα μικρό, λυγερό κι ευκίνητο παιδί. Ζούσε βαθιά μες στην καρδιά του μεγάλου δάσους. Το φιλοξενούσε η αρχαία ελιά. Του είχε πλέξει ένα σπίτι στα πιο ψηλά κλαδιά της με αργυροπράσινα φύλλα. Κάθε πρωί ξυπνούσε και καλημέριζε όλον τον κόσμο γύρω, ως πολύ μακριά όσο έβλεπε το δάσος και τον κάμπο και την θάλασσα και την άκρη του ορίζοντα.

Κατέβαινε αλαφροπατώντας από κλαδί σε κλαδί κι έτρωγε μέλι από τις μέλισσες που φιλοξενούσε η ελιά μέσα στον κορμό της χαμηλά. Ύστερα πήγαινε χορεύοντας ως την πηγή και ξεδιψούσε στο κρυστάλλινο νερό της που τραγουδούσε αδιάκοπα τη ζωή. Όλη μέρα τριγυρνούσε κι έπαιζε ευτυχισμένο με τα ζώα και τα πουλιά και τα φυτά που κατοικούσαν το δάσος.

Ως το φθινόπωρο. Τότε άφηνε τη θλίψη να το καλύψει, όπως έκανε κι όλη η φύση. Μάζευε τα φύλλα και τα κλαδιά που μαραίνονταν και έφτιαχνε το χειμερινό του καταφύγιο στη σπηλιά μέσα στο βράχο που κρυβόταν πίσω από τον καταρράκτη. Αποθήκευε τους καρπούς που πρόσφεραν τα δέντρα και περνούσε την ώρα του παίζοντας μελαγχολικές τρυφερές μελωδίες στο μικρό του φλάουτο.

Όταν ο χειμώνας γινόταν τρυφερός και χάριζε στο δάσος κάποιο ζεστό μεσημέρι, το παιδί έβγαινε και χόρευε και τραγουδούσε, να δώσει χαρά στα δέντρα, κυρίως σ’ εκείνα που έστεκαν γυμνά περιμένοντας την άνοιξη. Ένα τέτοιο μεσημέρι ήταν, που άκουσε απ’ την αρχαία λεύκα τα βλασταράκια ν’ αγωνίζονται να διαρρήξουν την φλούδα του κορμού της για να βγουν στον ήλιο. Μόλις είχε έρθει πάλι η άνοιξη.

Αλλ’ αυτή ήταν μια διαφορετική άνοιξη. Ένα πρωί, λίγες μέρες αργότερα, άκουσε ανθρώπινες φωνές από μακριά. Παιδικές φωνές. Ναι, ήταν παιδιά και, μπορούσες να πεις, στη φωνή τους φαινόταν κάποια αγωνία, αν και από μακριά ακούγονταν.

“Είναι στα σύνορα,” είπε ο άνεμος. “Ψάχνουν διέξοδο. Αποφάσισαν να μετακινηθούν από το παρόν και να επιτρέψουν το μέλλον. Αλλά βλέπουν μόνο το παρελθόν. Πήγαινε να τους δείξεις τον δρόμο. Είσαι έτοιμη.”

Πράγματι, ήταν. Υπήρχαν πράγματα που δεν είχε γνωρίσει, ωστόσο μόλις είχε συνομιλήσει στην γλώσσα του ανέμου. Έγινε ελαφριά και τον άφησε να την οδηγήσει στα σύνορα. Ήταν ώρα να ξεναγήσει κι άλλα παιδιά στο φιλόξενο δάσος.





η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο

7 02 2011

«Ένας πλάνης, αυτό είναι, ένας ζητιάνος,» έλεγε ήσυχα η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο.

Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου. “Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου. Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.

«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
«Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες, παραπλανητικό συστατικό του.
«Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο. Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»

Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.

«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου. Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
«Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα. Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει. Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα. Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου. Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ. Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»

Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερύκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.

«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει. Μου το ομολόγησε ο ίδιος. Είναι μία πλάνη. Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή. Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του. Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί. Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων. Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»

Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.” Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.

«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.

english version

συμμετοχή στην ημέρα υπέρ της απελευθέρωσης από το φόβο





η ζωγραφιά στη σανίδα

15 03 2010
IMG_1032

“water mirror” phot@rt by Aeglie

Έξω, στις όχθες του κόσμου, ζούσαν. Λίγο ψηλότερα απ’ τον ποταμό, που πήγαινε το νερό στην πόλη. Έβλεπαν από μακριά τη θάλασσα ν’ ανυπομονεί για το καλοκαίρι. Τα σπίτια τους κρεμασμένα μες στον αρχαίο ελαιώνα. Παιδιά. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και τ’ ανέβαζαν καθένα στο δικό του. Ξύλινα, ελαφρά, μικρά. Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, τετράδια.
Κουρασμένα απ’ το παιχνίδι στο ποτάμι όλη τη μέρα, σκαρφάλωναν τα όνειρά τους το βραδάκι, με χρωματιστά μολύβια στις λευκές σελίδες. Μαζεύονταν να κουρνιάσουν τα πουλιά, με τρελούς κελαηδισμούς. Και πριν ησυχάσουν εκείνα, έπιαναν το τραγούδι τα παιδιά. Σε λίγο και τ’ αστέρια. Όλα τα παιδιά έβλεπαν τ’ αστέρια. Μόνο δυο άκουγαν το τραγούδι τους. Συνέχιζαν να το σφυρίζουν σιγανά καθώς κοιμόνταν τα μικρότερα. Ύστερα, γλιστρούσαν αθόρυβα απ’ τα δέντρα τους και συναντιόνταν στο πλάτωμα στην όχθη. Ξάπλωναν πλάι σιωπηλά και κοίταζαν τ’ αστέρια ως να τα σβήσει η αυγή.
Εκείνη τη νύχτα είπε: “Δες, όλ’ αυτά τ’ αστέρια τραγουδούν την αγάπη μας, απόψε.” Τότε σηκώθηκαν, ανέβηκαν τη σανίδα, κατέβηκαν το ποτάμι, βγήκαν στη θάλασσα, συνέχισαν στ’ ανοιχτά, έφτασαν στο νησί.
Δε φαινόταν, στην τρυφερή φθινοπωρινή ομίχλη, αλλά η σανίδα τους ήξερε πού τα πήγαινε. Είχαν ονειρευτεί το νησί, που στο σώμα του θα έσμιγαν. Το είχαν ζωγραφίσει στα τετράδιά τους. Αργότερα, κάποια νύχτα, το είχαν ζωγραφίσει μαζί στο κορμί της σανίδας.





χρωματιστές αγκαλιές

11 12 2009
walton on thames

“colour sky dance” phot@rt by Aeglie

Κοιτάζω την αγάπη. Κυλάει απ’ τα μάτια των παιδιών κι όλα τα τυλίγει μες στο νέφος της. Είναι διάφανη, γεμάτη σκόρπιες αχνές χρωματιστές ζωγραφιές.
Εκείνο το χλωμό παιδί, στην άκρη της αυλής, απλώνει το σύννεφο της αγάπης του πολύ μακριά – πέρα απ’ ό,τι φαίνεται. Κι έτσι καταφέρνει να βλέπει πίσω απ’ τους τοίχους και να μιλάει, μέσα στην καρδιά του στη σιωπή, με άλλα παιδιά και άλλα παιχνίδια που δεν το γνώρισαν ακόμα. Εκείνα ακούν τα λόγια του σαν να ‘ταν οι δικές τους σκέψεις. Και δεν του απαντούν. Γι’ αυτό το χλωμιάζει η μοναξιά.
Ωστόσο, αγαπά πολύ τα χρώματα. Έχει χρωματίσει την αγάπη του με λίγο απ’ το χρώμα του ήλιου. Πολύ λίγο, πολύ απαλό, έτσι δα μόνο να την ξεχωρίζουν εκείνοι που ατενίζουν από μακριά τ’ αόρατα. Και επειδή αγαπά πολύ τα χρώματα. Και διαρκώς τη γεμίζει ζωγραφιστές αγκαλιές απ’ το χρώμα της σελήνης κι απ’ τα χρώματα όλων των άστρων. Ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα του δίνουν πάντα γενναιόδωρα από τα χρώματά τους. Μα εκείνο δεν παίρνει πολύ. Αντίθετα, πολύ λίγο. Μόνο όσο του είναι απολύτως απαραίτητο. Όσο χρειάζεται για να ξεχωρίζει τις αγκαλιές που στέλνει σε κάθε τι. Γιατί τα πράγματα και τα πλάσματα ξαφνιάζονται δυσάρεστα με τις αγκαλιές. Και δε θέλει να τα δει να δυσανασχετούν πάλι με μια άγνωστη, αόρατη αγκαλιά – τώρα που μόλις εξοικειώθηκαν με τις δικές του και τις καλοδέχονται.