το μυστικό του άγιου βασίλη

31 12 2009
A223B07E-3716-4037-9F25-957FEC57C206

‘’light wings‘’ phot@rt by Aeglie

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Το είχα αποφασίσει, δε θα σου έγραφα φέτος. Φρόντισα άλλωστε και για όλα τα δώρα των αγαπημένων. Φορτώθηκα τις επιθυμίες τους και τις ευχές. Τις έντυσα σχήματα, χρώματα, αρώματα, φιόγκους κι ασημένια αστεράκια. Σκόρπισα πάνω τους χρυσόσκονη. Και πήρα κουρασμένη το δρόμο για το σπίτι.
Ήταν εκείνη η μαγική δειλινή ώρα καθώς διέσχιζα απόψε την πλατεία. Αριστερά μου, ο ήλιος έφευγε απ’ το θόλο. Δεξιά μου, η σελήνη ερχόταν απ’ τον ίδιο δρόμο. Ο αίθριος ουρανός ολόφωτος, απ’ αυτό το εσπερινό φως που ρίχνει σκιές αλλού κι αλλού διαύγεια.
Και τότε σε είδα. Μια ερυθρόλευκη φουσκωτή φιγούρα, με φορτίο βαρύ, βιαστική πάνω σ’ ένα άρμα. Ένιωσα ξαφνικά τόσο ελαφριά. Για λίγο, πολύ λίγο, αιωρήθηκα, το ξέρω. Αλλά τρόμαξα. Έτσι η βαρύτητα με ακούμπησε πάλι στο πλακόστρωτο. Την άλλη φορά μπορεί και να τα καταφέρω. Ναι, αν δε με προλάβει ο φόβος, σίγουρα.
Γιατί τώρα κατάλαβα. Με άφησες να κατανοήσω το μυστικό σου. Τα δώρα που κουβαλάς στους ώμους σου δεν είναι για σένα. Είναι δώρα που σκοπεύεις να προσφέρεις, να μοιράσεις. Τα δώρα που πρόκειται να μοιραστείς δεν είναι το φορτίο σου, είναι τα φτερά σου.





άστεγος ύπνος

29 12 2009

Βαδίζω απ’ το πάρκο την επιστροφή
Κι ατενίζω απέναντι φωτισμένες
Βιτρίνες γεμάτες χρυσόσκονη
Χάρτινα αστράκια χρωματιστά

Αίφνης, ένας όγκος στα πόδια μου
Ένα πάπλωμα αδέσποτο, κάποιος
Κοιμήθηκε στο απάγκιο του κάδου
Ξεδιπλωμένο όπως το πρωινό κρεβάτι
Ίσως τον τελευταίο άστεγο ύπνο του





νύχτα περισσεύει

27 12 2009

Δεκέμβρης της γιορτής, μόλις
Λίγα λεπτά απ’ τη χειμερινή ισημερία
Έχουν επιμηκυνθεί οι ώρες της ημέρας
Ενώ η νύχτα πάντα εδώ περισσεύει

Οι μέρες χλιαρές, η συννεφιά δίχως
Το παραμικρό σημάδι εκπλήρωσης
Η βροχή συνεχίζει να αναμένεται
Το χώμα, ωστόσο, δεν ανυπομονεί

Χλωμά φύλλα στεγνά, απ’ τα δέντρα
Αργά πέφτουν, αιωρούνται λίγο
Ένα ελαφρύ αεράκι μες στο δάσος
Τάχα να εξαπατήσει τη βαρύτητα

Μια κίτρινη ζώνη φαρδιά, η δύση
Του ήλιου ζωγραφίζει τον ουρανό
Εκεί που ούτε σύννεφα κάλυπταν
Ούτε αίθριος άπλωνε ο τόπος του

Θολώνει το αόρατο κι αν μ’ αγαπάς
Μην κρατάς αιχμάλωτο το βλέμμα μου
Κι οι δυο εμπρός μαζί ας κοιτάξουμε
Να δούμε ό,τι είμαστε ο κόσμος αύριο





η ευχή των χριστουγέννων

25 12 2009
“above and beyond” phot@rt by Aeglie

Αίγλη: Εύχομαι το θείο στοιχείο μέσα μας το κρυμμένο κάτω απ’ τα πέπλα του μόχθου και του φόβου ν’ αφυπνιστεί, να ενεργοποιηθεί και να κάνει παράδεισο τον κόσμο.
Αντιφωνητής: Ο κόσμος παράδεισος δεν πρόκειται να γίνει αλλά μια ευχή δεν κοστίζει και τίποτα.
Αίγλη: Μεγάλη σκλαβιά η άρνηση. Κι αυτή η ευχή κοστίζει. Κοστίζει σ’ ενέργεια και πάθος. Και θρέφει την αναπνοή των ονείρων. Τη ζωή της φαντασίας.
Θέλει ισχυρή προσπάθεια κι επίπονη επιμονή για να διατηρεί ζωντανή στο καλό τη φαντασία ο άνθρωπος και μια μέρα ν’ αλλάξει τον κόσμο σε παράδεισο όπως έχει κάποια λησμονημένη αρχαία στιγμή υποσχεθεί.





ανατολή

21 12 2009

“sky welcomes sun” phot@rt by Aeglie

τα χρώματα που βάφει ο ουρανός ζηλεύει τ’ όνειρό μου





χρωματιστές αγκαλιές

11 12 2009

walton on thames

“colour sky dance” phot@rt by Aeglie

Κοιτάζω την αγάπη. Κυλάει απ’ τα μάτια των παιδιών κι όλα τα τυλίγει μες στο νέφος της. Είναι διάφανη, γεμάτη σκόρπιες αχνές χρωματιστές ζωγραφιές.
Εκείνο το χλωμό παιδί, στην άκρη της αυλής, απλώνει το σύννεφο της αγάπης του πολύ μακριά – πέρα απ’ ό,τι φαίνεται. Κι έτσι καταφέρνει να βλέπει πίσω απ’ τους τοίχους και να μιλάει, μέσα στην καρδιά του στη σιωπή, με άλλα παιδιά και άλλα παιχνίδια που δεν το γνώρισαν ακόμα. Εκείνα ακούν τα λόγια του σαν να ‘ταν οι δικές τους σκέψεις. Και δεν του απαντούν. Γι’ αυτό το χλωμιάζει η μοναξιά.
Ωστόσο, αγαπά πολύ τα χρώματα. Έχει χρωματίσει την αγάπη του με λίγο απ’ το χρώμα του ήλιου. Πολύ λίγο, πολύ απαλό, έτσι δα μόνο να την ξεχωρίζουν εκείνοι που ατενίζουν από μακριά τ’ αόρατα. Και επειδή αγαπά πολύ τα χρώματα. Και διαρκώς τη γεμίζει ζωγραφιστές αγκαλιές απ’ το χρώμα της σελήνης κι απ’ τα χρώματα όλων των άστρων. Ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα του δίνουν πάντα γενναιόδωρα από τα χρώματά τους. Μα εκείνο δεν παίρνει πολύ. Αντίθετα, πολύ λίγο. Μόνο όσο του είναι απολύτως απαραίτητο. Όσο χρειάζεται για να ξεχωρίζει τις αγκαλιές που στέλνει σε κάθε τι. Γιατί τα πράγματα και τα πλάσματα ξαφνιάζονται δυσάρεστα με τις αγκαλιές. Και δε θέλει να τα δει να δυσανασχετούν πάλι με μια άγνωστη, αόρατη αγκαλιά – τώρα που μόλις εξοικειώθηκαν με τις δικές του και τις καλοδέχονται.





The Snow Man, by Wallace Stevens

9 12 2009

ο χιονάνθρωπος

Πρέπει να ξέρει κανείς από χειμώνα
Για ν’ ατενίσει την παγωνιά και τα κλαδιά
του πεύκου σκεπασμένα με χιόνι.

Και να ‘χει ζήσει στα κρύα για καιρό
Για ν’ αντικρίσει τους κέδρους τυλιγμένους στον πάγο,
Τα ερυθροέλατα ν’ αστράφτουν άγρια από μακριά

στον ήλιο του Γενάρη. Κι όχι να
δυστυχεί στον ήχο του ανέμου,
Στον ήχο των λίγων φύλλων,

Που είναι ο ήχος της γης
Γεμάτης απ’ τον ίδιο άνεμο
Που φυσά στον ίδιο γυμνό τόπο

Γιατί ο ακροατής, που ακούει στο χιόνι
Και είναι τίποτα ο ίδιος, αντικρίζει
Το τίποτα που δεν είναι εκεί και το τίποτα που είναι.

Wallace Stevens





για το φόβο

6 12 2009

Την ησυχία που έχει εγκατασταθεί στο σπίτι απόψε αναστατώνει ο ήχος του ελικόπτερου. Πάνω απ’ το κέντρο της πόλης κινείται και παρακολουθεί τις εκδηλώσεις και τις διαδηλώσεις για το φόβο των επεισοδίων – για το φόβο. Σαν σήμερα πριν ένα χρόνο ένα παιδί 15 χρονών έπεσε νεκρό στο πλακόστρωτό της κι ένα χέρι που εκείνη είχε οπλίσει έκανε έναν άντρα δολοφόνο.
Η γωνιά του φονικού με παρακινεί συχνά να παρακάμψω την καθημερινή μου διαδρομή και να σταθώ λίγες στιγμές εκεί για να σκεφτώ ότι η μόνη δυνατότητα που έχει εξασκήσει τόσο αποτελεσματικά ο άνθρωπος είναι η αφαίρεση της ζωής του ανθρώπου.

γίνου το φως που είσαι





η παρασκευή του χρόνου στον οποίο ανήκω

4 12 2009

Κατηφορίζω το πρωί την Ιπποκράτους, προχωρώντας προς μια λιακάδα που θέλει ν’ απλωθεί πάνω απ’ το κέντρο της πόλης. Σε κάθε διασταύρωση, δεξιά, ψηλά, ένα κομμάτι ουράνιο τόξο. Πίσω του πάλι μαζεύονται, βαραίνουν, σκοτεινιάζουν σύννεφα. Στην Ακαδημίας με λούζει ο ήλιος.
Παρασκευή σήμερα. Η πρώτη Παρασκευή του φθινοπωρινού Δεκεμβρίου. Αύριο το σπίτι έχει την τιμητική του: χειμωνιάτικη καθαριότητα, μάλλινα χαλιά, χριστουγεννιάτικος στολισμός. Κι όμως, μια χαρά νιώθουν γυμνά τα πόδια μου πάνω στα βαμβακερά που είναι τώρα στρωμένα. Κι αύριο θα ‘θελα καλύτερα μια βόλτα πλάι στη θάλασσα. Να βουτήξω γυμνά τα πόδια μου στην ψύχρα της άμμου.
Οι καιροί διακρίνουν ότι είναι καιρός ν’ αλλάξουν. Η φύση δοκιμάζει ένα καινούργιο πρόσωπο. Αλλά ο άνθρωπος είναι εδώ για ν’ ανθίσταται στη ροπή του κόσμου, ν’ αντιστέκεται στη ροή εντός του. Δεν συμπορεύεται. Εμμένει και επιμένει σ’ εκείνα που έμαθε και ξέρει πώς να υπομένει. Οπλίζεται την οργάνωση του χρόνου του και τον επιμελή προγραμματισμό του.
Έχει πλέξει τη φωλιά του την ανθρωπότητα με σίγουρα σκληρό νήμα. Το δίχτυ της τον προστατεύει απ’ τον κίνδυνο να τον γοητεύσει το άγνωστο. Έχει εξασκηθεί με όλους τους τρόπους να αρνείται το καινούργιο. Σπέρνει τον κόσμο αρρώστια και πόλεμο για να δρέψει αμετάβλητες τις κλονισμένες σταθερές. Κοπιάζει και μοχθεί και φοβάται αδιάλειπτα και ξοδεύει την ενέργειά του μάταια – μην τυχόν κι εκτοξευτεί, στο πάθος του.
Κατηφορίζω το πρωί την Ιπποκράτους να πάω στο γραφείο κι αλλόκοτες σκέψεις τρέχουν μες στο νου μου. Για να τις διώξω πριν μ’ εξακοντίσουν και βρεθώ να φτερουγίζω μακριά απ’ τη φωλιά της πραγματικότητας, σκέφτομαι ότι είναι Παρασκευή σήμερα, ότι έχω πάλι μπροστά μου ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο – μέσα στο οποίο πολύ λίγος χρόνος θα είναι αληθινά δικός μου, αν βρεθεί κι αυτός: ο χρόνος στον οποίο ανήκω.





λευκός εξώστης

2 12 2009
“tree lights up”phot@rt by Aeglie

Από μακριά η πόλη
ένα βούισμα ανεπαίσθητο
αχνός αχός άλλου κόσμου
κρυμμένη μέσα σε
μια θάλασσα από σύννεφα
Ο δρόμος συνεχίζει
στην άκρη του γκρεμού
με σίγουρο βήμα
διαχωρίζει τα δάση
διασχίζει την πέτρα
Η τελευταία πλαγιά
λευκός εξώστης
κρεμασμένος
με διάφανο δίχτυ
από το στερέωμα
Η κορυφή το κατώφλι
στην ειρήνη του σύννεφου
στη διαύγεια της σκίασης
στο τραγούδι της σιωπής