Κρατούσα ένα καλάθι γεμάτο
Άνθη
Διάφανα, ευωδιαστά, κεχριμπαρένια
Μοίραζα στους ανθρώπους
Το καλάθι πάντα γεμάτο
Καρποί
Οι άνθρωποι θρέφονταν
“Εύανθη θρέψη”
Είπε το όνειρο
“Αεί”
Κρατούσα ένα καλάθι γεμάτο
Άνθη
Διάφανα, ευωδιαστά, κεχριμπαρένια
Μοίραζα στους ανθρώπους
Το καλάθι πάντα γεμάτο
Καρποί
Οι άνθρωποι θρέφονταν
“Εύανθη θρέψη”
Είπε το όνειρο
“Αεί”
η ώρα της επιστροφής εσπερινή και το φως λιγοστεύει με κάθε χιλιόμετρο που φεύγει, καθώς ο δρόμος ανεβαίνει υψόμετρο και τα σύννεφα από τη βροχή βαριά κατεβαίνουν χαμηλά στην πλαγιά – νομίζεις θ’ απλώσεις το χέρι σου και θα φτάσει ν’ αγγίξει την υγρή τους ύφανση, νομίζεις θ’ ανοίξουν τα δάχτυλά σου διόδους μες απ’ την πυκνή τους πλέξη – γιατί ο Απρίλιος τράβηξε τις βροχές που ο Μάρτιος δεν τόλμησε να ελευθερώσει και ξεδιψά τώρα τ’ ανθισμένα του γόνιμα χώματα, σε όλα τα χρώματα κεντά η γύρη ανθούς επάνω σε πράσινους βλαστούς και οι καρποί δένουν κουκούτσι και το ντύνουν χυμούς
Η εξοχή ησυχάζει, τυλιγμένη μέσα στην πρωινή ειρήνη, κρυμμένη μέσα σε μιαν αραιή υγρή πάχνη
Μόνο ένας κοκκινολαίμης ακούγεται και λίγες μέλισσες καθώς τρυγούν τ’ άνθη που ξεγέλασε ο ζεστός χειμώνας
Τραγουδούν κι οι πεταλούδες και τα ακίνητα φύλλα στις μικρές πορτοκαλιές, αλλά η ακοή του ανθρώπου είναι ατελής
Βαριές οι μικρές πορτοκαλιές, γεμάτες καρπό, με υπομονή περιμένουν τον άνθρωπο
Εκείνος δραπετεύει στην πόλη, να ξοδέψει την αγωνία του – ξοδεύεται μαζί της
Στην άκρη του δρόμου, το απόγευμα, θυμάται ότι έχει αφήσει τις μικρές πορτοκαλιές να μεγαλώνουν μόνες τους
Πέρασα μέσα από το καλοκαίρι που έχει τη μεγάλη μέρα λιόπυρη και τη μικρή του νύχτα τρυφερή
Τράβηξαν οι ρίζες μου βαθιά να ξεδιψάσω και οι φυλλωσιές τραγούδησαν νωχελικά τα μυστικά του εδάφους
Θυμάμαι, εκείνο το μεσημέρι, δυο παιδιά στη σκιά μου, πώς δόθηκαν ολοκληρωτικά το ένα στο άλλο
Ύστερα τα κοίμισα και ωρίμασα απογευματινούς καρπούς
Όλη νύχτα θρέφονταν το κύτταρο της γης που είχα μετασχηματίσει κι έλεγαν ιστορίες, από άλλες ώρες και άλλα χώματα, όπως τις έσταζε στον ουρανίσκο ο χυμός
Είναι άπειρο το ταξίδι στο βερύκοκο που δαγκώνεις
ο γκρίζος δρόμος κυλάει ανάμεσα στις λοφοσειρές, κορμιά από πέτρα ξαπλωμένα απ’ την αρχή του κόσμου επάνω στην κυρτή ράχη της γης, στεφανωμένα με αρχαίους ελαιώνες – τα δέντρα έχουν ορίσει τον καρπό τους αυτή την εποχή του χρόνου – κι ο ουρανός έχει χαμηλώσει, έχει σφίξει τον τόπο μέσα σε μια αγκαλιά βροχή και καταιγίδα κι έχει ανοίξει πάλι στο έδαφος τους παλιούς δρόμους του νερού, οδηγώντας την αιώνια διαδρομή ως τη θάλασσα, ενώ τινάζουν τις χορδές τους οι αστραπές κι οι κεραυνοί χτυπούν τα τύμπανα – να ταξιδεύω πάντα με την ορχήστρα που ξεπλένει τη σκόνη και ξεδιψά τα χώματα
kind of dialogue