End of Winter, by Louise Glück

22 04 2015

το τέλος του χειμώνα

Πάνω απ’ τον ήσυχο κόσμο, κελαηδά ένα πουλί
ξυπνώντας μονάχο μες στα μαύρα κλαδιά.

Θέλεις να γεννηθείς. Θα γεννηθείς.
Πότε άραγε η οδύνη μου έγινε
εμπόδιο στην ηδονή σου;

Ρίχνεσαι μπρος
μες στο σκοτάδι και το φως ταυτόχρονα
με διψασμένες αισθήσεις

λες κι είσαι κάτι καινούργιο, που θέλει
να εκδηλωθεί

όλο λαμπρότητα, όλο ζωντάνια

δε σκέφτεσαι
τι θα σου κοστίσει,
δε φαντάζεσαι τον ήχο της φωνής μου
παρά σαν κάτι δικό σου –

δε θα την ακούσεις στον άλλο κόσμο,
οπωσδήποτε όχι καθαρά,
όχι σε κελαηδισμό ή φωνή ανθρώπου,

όχι τον αγαπημένο ήχο, μόνο
μια επίμονη αντήχηση
μια βοή που λέει αντίο, στο καλό –

την ίδια αδιάκοπα φράση
που μας δένει μαζί.

End of Winter, by Louise Glück





Vespers, by Louise Glück

5 11 2012

εσπερινό ποίημα

Στην παρατεταμένη σου απουσία, μου επιτρέπεις
τη χρήση της γης, προσδοκώντας
να αποδώσει κάτι η επένδυση. Πρέπει να αναφέρω
ότι απέτυχα σε ό,τι μου ανατέθηκε, κυρίως
στην καλλιέργεια τομάτας.
Νομίζω δεν έπρεπε να ενθαρρυνθώ να καλλιεργήσω
τομάτες. Ή, αν έπρεπε, εσύ όφειλες να κρατάς
μακριά τις δυνατές βροχές, τις κρύες νύχτες που έρχονται
τόσο συχνά εδώ, ενώ αλλού έχει
δώδεκα βδομάδες καλοκαίρι. Όλο αυτό
σου ανήκει: ωστόσο,
φύτεψα τους σπόρους, είδα τους πρώτους βλαστούς
σαν φτερούγες να σχίζουν το χώμα, κι η καρδιά μου
ράγισε από το μαρασμό, το μαύρο σημάδι τόσο γρήγορα
να εξαπλώνεται σε κάθε σειρά. Αμφιβάλλω
αν έχεις καρδιά, με την έννοια που εμείς αντιλαμβανόμαστε
αυτόν τον όρο. Εσύ που δεν ξεχωρίζεις
τους νεκρούς από τους ζωντανούς, που είσαι, άρα,
απρόσβλητος από προμηνύματα, δε γνωρίζεις
πόσο τρόμο υποφέρουμε, το μαραμένο φύλλο,
τα κόκκινα φύλλα του σφένδαμου που πέφτουν
ακόμα και τον Αύγουστο, στο πρώιμο σκοτάδι: είμαι υπεύθυνη
γι’ αυτά τα φυτά.

Vespers, by Louise Glück





Happiness, by Louise Glück

23 09 2009

η ευτυχία

Ένας άντρας και μια γυναίκα κοιμούνται στα λευκά.
Είναι πρωί. Νομίζω
Θα ΄ναι ξύπνιοι σύντομα.
Στο τραπεζάκι, δίπλα, ένα βάζο
κρίνα, το φως του ήλιου
λιμνάζει στο λαιμό τους.
Τον κοιτάζω που στρέφει σ’ εκείνη
σαν για να πει τ’ όνομά της
σιωπηλά, βαθιά μες στο στόμα της –
Απ’ το παράθυρο
μια, δυο φορές,
ένα πουλί κελαηδά.
Τότε εκείνη σαλεύει, το σώμα της
γεμίζει απ’ την ανάσα του.

Ανοίγω τα μάτια, με κοιτάζεις.
Ο ήλιος γλιστρά
γύρω στο δωμάτιο.
Δες το πρόσωπό σου, λες,
με το δικό σου τόσο κοντά μου
να γίνεται καθρέφτης.
Πόσο ήρεμος είσαι. Και ο φλεγόμενος τροχός
μας προσπερνά ήσυχα.

Louise Glück