απέραντη ξένη μητρική χώρα

19 08 2015

Ανδρέας Ξενικάκης
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Αυτή δεν είναι μια καθημερινή ιστορία. Ούτε ασυνήθιστη, ωστόσο. Με τον απλό και καθημερινό λόγο, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μας την αφηγηθεί, αναδεικνύεται η δύναμή της.
Η Ελένη ενηλικιώνεται και αποφασίζει ν’ αναζητήσει τη βιολογική της μητέρα, γιατί νιώθει απεγνωσμένη την ανάγκη ‘’… να ελευθερώσει τον εαυτό της από την αβάσταχτη πίκρα της εγκατάλειψης…’’
Για να συναντήσει τη βιολογική της μητέρα, η Ελένη πρέπει να ταξιδέψει στη μακρινή Κίνα – και εκεί να την αναζητήσει. Είναι μόλις δέκα οχτώ χρονών. Πρόθυμα δέχεται τη βοήθεια οικογενειακών φίλων και τη συντροφιά της καλύτερής της φίλης στο μακρύ ταξίδι. Το πιο σημαντικό, φέρει στην καρδιά της την αγάπη που γενναιόδωρα έχει απολαύσει από τους θετούς γονείς της και στο νου της τη συμβουλή της πολυαγαπημένης θετής γιαγιάς: …«Όταν βελτιώνεις τις ζωές των άλλων βελτιώνεις και τη δική σου. Η ζωή σου γίνεται πιο πλούσια.»…
Κατά τη διαδικασία της αναζήτησης, στην απέραντη ξένη μητρική χώρα, η Ελένη βλέπει τη φωτογραφία της μητέρας της σ’ ένα συγγενικό σπίτι. ‘’… η Ελένη ένιωσε να λυτρώνεται, χωρίς να καταλαβαίνει από τι ακριβώς. Της φάνηκε πως κατά κάποιο τρόπο, ενώθηκε με το παρελθόν της μέσα από τη φωτογραφία…’’
Ταξιδεύοντας με διάφορα μέσα, από τη μια πόλη στο άλλο χωριό, ακολουθώντας τις πληροφορίες που έπαιρνε σε κάθε σταθμό, η Ελένη κατέληξε στον τελευταίο σταθμό ζωής της βιολογικής μητέρας της. Εκεί την περίμενε: ‘’… ένα φύλο χαρτί, με σκόρπια ιδεογράμματα πάνω του … ένα βάζο από πορσελάνη … «Εδώ τους νεκρούς τους καίνε» μουρμούρισε ο Παντελής …’’
‘’… Τότε της φάνηκε πως σιώπησε το αεράκι και σταμάτησε εντελώς η βροχή …’’





η μαγεία του τραγουδιού

27 04 2013

Έχω συχνά παρατηρήσει τη θαυμαστή και ευεργετική θεραπευτική δράση αυτού εδώ του τραγουδιού

Μπουμ, μπουμ, μπουμ. Κάθε μπουμ και μια γροθιά στον αέρα. Ενώ τα χέρια του πριν δυο στιγμές κρατούσαν τις αλυσίδες της κούνιας. Και τινάζεται στο κάθισμά του. Και πηγαίνει ψηλά. Τα χοντρά ξύλα τρέμουν και τα καρφιά που τα δένουν τρίζουν.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στο μύλο
σ’ έχω κάνει τώρα φίλο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Είναι νωρίς. Λίγος κόσμος στην αυλή. Ένα μικρό παιδί στην τσουλήθρα. Κοντά, ο πατέρας και η φροντίδα του. Η ένταση στην κούνια μειώνεται. Το ένα χέρι πάλι στην αλυσίδα. Το άλλο χτυπά ακόμα τον αέρα. Και τα μπουμ πνίγονται μες στο στόμα.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στ’ αυλάκι
θα σου δώσω και φιλάκι
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Ο μικρός, στον οποίο κρατάω συντροφιά αυτό το πρωινό, έχει έρθει απ’ τον πόλεμο. Την ίδια ώρα που εγώ ακούω τα  πουλιά, εκείνος ακούει πολυβολισμούς. Την ίδια ώρα που εγώ βλέπω ανθισμένα παρτέρια, εκείνος βλέπει γκρεμισμένα σπίτια.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στον κόσμο
μέντα, ρίγανη και δυόσμο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Έχω διαπιστώσει τη μαγεία αυτού του τραγουδιού και άλλοτε. Το αγαπούν τα παιδιά. Κάθομαι στο πεζούλι πίσω από τις κούνιες και σιγοτραγουδώ πάνω σ’ αυτό το σκοπό. Σε λίγα λεπτά, η κούνια έχει χαμηλώσει, ίσα που λικνίζεται.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στο δρόμο
και γιατρεύει κάθε πόνο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Η άλλη κούνια παραμένει άδεια. Κάθομαι πλάι στο επτάχρονο αγόρι. Απλώνω το χέρι μου. Δίνει το δικό του. Λικνιζόμαστε έτσι μαζί για λίγο. Παίζει το χέρι του μες στη χούφτα μου. Χαλαρώνω: μπορεί να θέλει να το πάρει. Όχι ακόμα.
τρέχει φεύγει πέφτει το νερό στη λίμνη
λευτεριά, γιορτή, ειρήνη
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Σηκώνω το κεφάλι ψηλά, τα μάτια μου στον ήλιο. Τα κλείνω. Νιώθω τη ζεστασιά του στο πρόσωπό μου. Τη ζεστασιά του χεριού του μικρού αγοριού στο δικό μου χέρι. Γυρίζω σ’ εκείνον. Χαμογελάμε μαζί. Θέλεις να σε κουνήσω πάλι; Ναι.




άσκηση θάρρους

2 01 2012
ασκηση θαρρους

“sunport my step” phot@rt by Aeglie

“Να ζητάτε βοήθεια,” λέει η νέα γυναίκα απέναντί μου. Συνομιλεί με μια εθελόντρια, παραμονή πρωτοχρονιάς, για το πώς μέσα σε τόσο δύσκολες οικονομικά συνθήκες ανταποκρίνεται ο κόσμος στο κάλεσμα του συλλόγου.
“Να ζητάτε βοήθεια.” Παίρνω τα λόγια της παραμονή πρωτοχρονιάς να καλωσορίσω τον καινούργιο χρόνο που υπόσχεται ότι θα πετύχει να παίρνει από αυτούς που δεν έχουν.
Το να ζητάς βοήθεια, σκέφτομαι, είναι άσκηση θάρρους. Είναι απίστευτα πιο δύσκολο από το να προσφέρεις.
Δίνοντας λίγα χρήματα, ακόμα κι από αυτά που δε σου περισσεύουν ή, παρέχοντας λίγο χρόνο, ακόμα κι αν τρέχεις να τα προλάβεις όλα, σου επιστρέφεται αυτή η μοναδική αίσθηση ότι έκανες κάτι για να γίνει καλλίτερος αυτός ο κόσμος. Αλλά ζητώντας;
Κι όμως ζητώντας. Από εκεί ξεκινούν όλα. Εκείνος που ζητά βοήθεια είναι εκείνος που αναγνωρίζει την έλλειψή του. Εκείνος που ζητά βοήθεια είναι εκείνος που μας δίνει την ευκαιρία να προσφέρουμε. Εκείνος που ζητά βοήθεια είναι εκείνος που φορά στο σώμα του ανοιχτή την πληγή του κόσμου.





nine eleven

28 02 2011
"sad dream" dr@wing by Aeglie

“sad dream” dr@wing by Aeglie

Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αντιστέκεται. Έτσι κάνουν τα παιδιά. Δεν πάνε για ύπνο όταν οι μεγάλοι είναι στο σαλόνι και η ζωή συνεχίζεται – δεν αφήνουν το παιχνίδι.

Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αρνείται. Όλα γύρω είναι ήσυχα. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει. Τα μωρά κοιμούνται. Οι γονείς ενοχλούνται: «μαμά, μαμά, μαμά, μαμά, μαμά.»
«Σε λέει μαμά;»
Όχι, δε με λέει μαμά. Δε φωνάζουμε έτσι τη μαμά μας. Λέει ότι θέλει τη μαμά της. Λέει ότι δικαιούται μια μαμά κι εκείνη. Λέει ότι θέλει μια μαμά δική της, να μείνει πλάι της όλη νύχτα, να ξυπνά και να τη βλέπει εκεί. Κάθε μωρό έχει μια μαμά στο προσκεφάλι του.
Νυστάζει απελπισμένα. «Εκεί, εκεί, εκεί,» μου δείχνει να καθίσω στην καρέκλα πλάι της, όπως κάθονται όλες οι μαμάδες πλάι στα κρεβατάκια των μωρών τους. Κάθομαι. «Εδώ είμαι εγώ, καρδούλα μου, κοιμήσου εσύ. Κλείσε τα ματάκια και κάνε νάνι.»
«Κοίτα, κοίτα,» δείχνει την ομπρέλα μου ανοιχτή στην άκρη. Την κλείνω για να την καθησυχάσω, να την ξεγελάσω. Να διώξει απ’ το νου της τη σκέψη ότι θα μείνει μόνη της σε λίγο, για λίγο, ως να την πάρει ο ύπνος. Γυρίζω κοντά της και σηκώνεται, «αγκαλιά,» λέει και πηδά επάνω μου. «Κοίτα, κοίτα,» μου δείχνει ένα παιχνίδι στην προσπάθειά της να με απασχολήσει με κάτι για να μείνω περισσότερο.
Κοίτα κοίτα μοιάζει ο κόσμος μια σταλιά
Κοίτα κοίτα κοίτα τον από ψηλά
Κοίτα κοίτα μια γαλάζια πινελιά
Κοίτα κοίτα ανθισμένη πρασινάδα
Κοίτα κοίτα ξαπλωμένη στη λιακάδα
Μπαίνει η νοσηλεύτρια: «εσείς, τι ώρα είστε;» «εννέα έντεκα» «είναι εντεκάμιση» «θα την κοιμίσω»
Κοίτα κοίτα νάνι κι όνειρα γλυκά
Κοίτα νάνι νάνι μες στην αγκαλιά
Νάνι νάνι νάνι θα ‘ρθει η γιατρειά
Νάνι νάνι πληγωμένη μαντινάδα
Νάνι κάνει η μικρή μου αχιβάδα
Και μου κρύβει θησαυρό μες στην καρδιά
Την ακουμπάω πάλι στο κρεβατάκι της, μισανοίγει τα μάτια. «Κοιμήσου, βασίλισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Στη βασίλισσα και στη θάλασσα και στη μέλισσα. Φαίνεται, αυτό το διπλό σίγμα ακούγεται αστείο απ’ το στόμα μου. Γυρίζει πλευρό, τη σκεπάζω, προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια. «Κοιμήσου, πριγκίπισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Ακουμπώ μαλακά το χέρι μου στο μικρό κουρασμένο της κεφάλι και χαϊδεύω τα μαλλιά της. Παραδίνεται στον ύπνο της.
Σκέφτομαι ότι δεν την έχω δει να γελά στ’ αλήθεια, να γελά από χαρά. Γελάει στο παιχνίδι – ένα γέλιο διακοπτόμενο, φοβισμένο. Ένα γέλιο νευρικό. Και είναι μόνο δυο χρονών.
Απομακρύνω πολύ αργά το χέρι μου από τα μαλλιά της. Το κρατάω λίγο πάνω στο μαξιλάρι. Έχει κοιμηθεί. Παίρνω σιγά το χέρι μου μακριά. Σηκώνω – αργά, πολύ αργά, σιγά να μην τρίξει – το κάγκελο του μικρού κρεβατιού. Το ακούει. Δεν μπορεί να ξυπνήσει. Μόνο τα χείλη της σχηματίζονται στην καμπύλη της θλίψης.
Ξέρει. Ξέρει ότι φεύγω. Ξέρει ότι θα ξυπνήσει και θα βρει το πλαστικό της ποτήρι γεμάτο νερό στο τραπεζάκι πλάι και θα μπορεί, αν διψά, να το φτάσει – αλλά θα είναι μόνη της.
Η ομπρέλα μου έχει στεγνώσει. Τα μάτια μου είναι νοτισμένα. Δε βρέχει πολύ. Κρατώ την ομπρέλα κλειστή. Ανάβω τσιγάρο. Κατηφορίζω προς τη λεωφόρο. Κυλά ένα δάκρυ. Το ψιλοβρόχι με βοηθά να δώσω έξοδο στον πόνο που κρατάω μέσα μου.
Με όλα όσα καταπιάνομαι τα καταφέρνω καλά – ή, έτσι νομίζω. Όσα εξαρτώνται από μένα, τουλάχιστον. Και μια αίσθηση ικανοποίησης και κάποιας έπαρσης, θα μπορούσα να πω, συχνά με διακατέχει.
Η ανεπάρκεια είναι κάτι καινούργιο εντός μου. Η αίσθηση της με βασανίζει από τότε που άρχισα τον εθελοντισμό. Τι μπορώ να κάνω, στ’ αλήθεια; Τι, πραγματικά, κάνω; Ανακουφίζω τον πόνο των παιδιών ή, μήπως, προσθέτω στις πληγές τους;
Στον πολιτισμένο κόσμο που γεννήθηκα και διάγω τον πολύτιμο βίο μου, τα ιδρύματα δε χωρούν, τα αδέσποτα πληθαίνουν. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που προσφέρουν εθελοντικά χρόνο και εργασία. Πάντα περισσότεροι εκείνοι που χρειάζονται βοήθεια: γέροντες, παιδιά, ζώα. Πολλοί είναι οι εθελοντές. Δεν επαρκούν. Οι ανάγκες – παράξενο – στον πολιτισμό, στον αναπτυγμένο μας κόσμο, είναι πάντα περισσότερες, πάντα μεγαλύτερες. Πάντα οι ανάγκες περισσεύουν. Παράξενες ανάγκες περισσεύουν στο σύγχρονο κόσμο: εγκατάλειψη, εκμετάλλευση, κακοποίηση.
Βγαίνω στη λεωφόρο. Τα μπαράκια γεμάτα στις αυλές – καπνιστές περισσεύουν.
Θυμάμαι, όταν πρωταντίκρισα τον Αλέξανδρο, αίφνης ένιωσα ακατανίκητη την ανάγκη να κάνω κάτι χειροπιαστό – η ποίηση δεν αρκεί – για να βοηθήσω ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει.
Θυμάμαι, στο κέντρο της πόλης ένα απόγευμα, ένας άντρας έλεγε αυστηρά σε άπταιστα ελληνικά σε μια αλλοδαπή γυναίκα: «να έρθεις στις δέκα, χωρίς το παιδί – το παιδί δεν το θέλω.»
Θυμάμαι, πρώτη μέρα στον εθελοντισμό, όταν, για πρώτη φορά, άκουσα εκείνο το τραγούδι στη διαδρομή: I see you’ve found my underground / So help yourself to guns and ammo / Nothing here has ever seen the light of day / I leave it in my head / It’s the first day of the rest of your life / You’ll remember me, for the rest of your life / It’s the first day of the rest of your life
The very first day. Βαδίζω τη λεωφόρο. Δεν το θέλω το παιδί. Μπαράκια γεμάτα στις αυλές. Nothing has seen the light of day. Καπνίζω τσιγάρο. Κοιμάται η μικρή μου αχιβάδα; Βγαίνω απ’ τη λεωφόρο. I’ll remember you. Ανηφορίζω προς το σπίτι. For the rest of my life.





κάνε κάτι για σένα

22 09 2010
golden kitten

“golden kitten” phot@rt by Aeglie

Η κρίση είναι μια μεταμφιεσμένη ευκαιρία, λένε εδώ και καιρό οι τίτλοι και οι υπότιτλοι των προγραμμάτων εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Ο λόγος αποδίδεται στην κινέζικη σοφία και χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το ηθικό των εργαζομένων και να συνεχίσουν τη σκληρή δουλειά, παρά τη μείωση των υλικών απολαβών τους.
Ναι, με διακατέχει αυτή η εμμονή: φιλτράρω πολύ προσεχτικά και πολύ καχύποπτα αυτά που ακούω και διαβάζω – και ψάχνω πάντα σε ποια κατεύθυνση προσπαθούν να σπρώξουν τη σκέψη και την πράξη μου – και βρίσκω πάντα, ή τις περισσότερες φορές, ότι δεν είναι αυτή η δική μου επιλογή – και απέχω.

Η μαγεία, ωστόσο, συχνά τρυπώνει να φανερωθεί και μέσα από ό,τι έχω αρνηθεί.

Πάντα έκανα πράγματα για μένα. Έτσι όπως συμβουλεύουν εκείνοι στους οποίους έχουμε αναθέσει να μας συμβουλεύουν. Φρόντιζα να έχω στη διάθεσή μου χρόνο και χρήμα για να καταναλώνω σε αγαπημένες ενασχολήσεις. Και αυτό μου έδινε, πρέπει να ομολογήσω, μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση. Όπως τα μαθήματα και τα σεμινάρια που παρακολουθούσα σε πεδία που αγαπώ. Και ήταν αυτά που μπορούσα να στερηθώ για να αντιμετωπίσω την οικονομική κρίση που μου επιβλήθηκε για να αντιμετωπιστεί, ανάμεσα σε άλλα, η παγκόσμια έλλειψη τροφίμων.
Έτσι έμεινα με χρόνο δυσανάλογα, σε σχέση με το χρήμα, διαθέσιμο. Και χαλάρωσα, δεν είχα πια τόσο πολλά να προλάβω. Και άρχισα να βλέπω και ν’ ακούω τα σημάδια να με προτρέπουν να κάνω κάτι για τους άλλους. “Α, δεν είμαι εγώ για τέτοια,” ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Τα σημάδια όμως επέμεναν κι έκαναν πιο συχνή την παρουσία τους κάθε μέρα που περνούσε. Και ενέδωσα: τηλεφώνησα στο Χαμόγελο του Παιδιού και ζήτησα να με δεχτούν ως εθελόντρια.
Ξεκίνησα πολύ επιφυλακτικά, στην αρχή σε εργασίες μακριά από τα παιδιά. Αλλά ο μαγικός μήνας Αύγουστος, που αλλάζει τους συσχετισμούς, δημιούργησε ένα κενό που μου ζητήθηκε να καλύψω. Δεν είπα όχι. Ευτυχώς, δεν είπα όχι. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάνοντας κάτι για τους άλλους, ένιωσα ολοκληρωτική χαρά και ευφροσύνη. Ένιωσα ότι τώρα έκανα πραγματικά κάτι για μένα.

Η χαρά του εθελοντή είναι πικρή. Δημιουργείται στο περιθώριο της δυσχέρειας του συνανθρώπου. Είναι όμως βαθιά και ουσιαστική. Βρίσκεσαι ξαφνικά να συμμετέχεις στην προσπάθεια για έναν καλύτερο κόσμο. Μπορείς, στ’ αλήθεια, να κάνεις κάτι για ν’ ανακουφίσεις τον πόνο του διπλανού σου. Κάτι πραγματικό, απτό. Και τότε είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι εκείνος είναι που σε βοηθάει. Βοηθάει να ξυπνήσει μέσα σου ο θαυμασμός, εκεί που πρώτα διαχεόταν ψυχοφθόρος ο οίκτος.