κάστανα και πορτοκάλι

29 11 2010
wet reflection

“wet reflection” phot@rt by Aeglie

Διάφανο απόγευμα στην άκρη του καιρού

Βγαίνουμε απ’ τη θάλασσα και κρατάμε την αλμύρα επάνω μας

Η νύχτα φτάνει νωρίς

Ο χειμώνας δεν έρχεται

Φέρνεις τα ξύλα

Απόψε θ’ ανάψει στο σπίτι η πρώτη φωτιά

Παράθυρα ανοιχτά

Το κρύο δεν είναι επικίνδυνο, λες, ο φόβος είναι ο κίνδυνος

Ψήνεις τα κάστανα και βγαίνεις να τ’ αφήσεις στα παιδιά

Τα παιδιά είναι πάντα εκεί στην ώρα τους χωρίς ίχνος παρουσίας

Όλη τη μέρα αδέσποτα

Το βράδυ σκαρφαλώνουν αθόρυβα τα δέντρα στο μικρό μας πάρκο

Δε φοβούνται τις σκιές

Μένουν σιωπηλά για ν’ ακούν τους ψιθύρους που σεργιανίζουν το έδαφος

Δεν έχουν φάει τίποτα

Ούτε πεινούν

Τρώνε τα κάστανα σαν να ήταν μέρος ενός παιχνιδιού

Επιστρέφεις

Μοιραζόμαστε ένα πορτοκάλι

Ας μην κρυβόμαστε απ’ το φως της νύχτας, λες – και πλαγιάζεις πλάι μου

Τα παιδιά αγρυπνούν: είναι μέρος του παιχνιδιού

Κι όταν σιγουρευτούν ότι μας πήρε ο ύπνος πλησιάζουν

Το πρωί τα βρίσκουμε να ευλογούν τα όνειρά τους γύρω απ’ τη σβησμένη πια φωτιά της νύχτας μας

Μάταια φοβόμαστε να τα ξυπνήσουμε

Σηκώνονται και μας δίνουν το χέρι

Το βήμα μας μπαίνει στο αύριο

Και αυτό δεν είναι αναπόφευκτο





το λιτό και το λίγο

1 11 2010

Το λιτό και το απέριττο σπάνια έχει σχέση με το λίγο. Η πράξη της αφαίρεσης είναι δύσκολη. Το ζύγισμα χρειάζεται πειθαρχία και ακρίβεια. Το μυστικό για να έχει η αφαιρετική πράξη μεστό αποτέλεσμα είναι η ενότητα των στοιχείων. Αν ένα από τα τόσο λίγα που θα κρατήσεις, για να φτιάξεις το έργο της τέχνης σου, ξεχωρίζει και απομονώνεται και έρχεται από άλλη γωνία και προκαλεί περισπασμό στην προσοχή του θεατή από το λοιπό έργο, δεν κέρδισες το στοίχημα.
Παρακολούθησα χτες, με προσδοκία, Τα Νιάτα με τον Άρη Μπερλή, σε σκηνοθετική επιμέλεια του Θέμελη Γλυνάτση και ηχητικό περιβάλλον του Γιάννη Κοτσώνη. Ο Joseph Conrad αφηγείται σε προχωρημένη ηλικία ένα ταξίδι της νιότης του στις ανατολικές θάλασσες. Η σταθερά νωχελική ανάγνωση του μεταφραστή του έργου, Άρη Μπερλή, τροφοδοτημένη από μια υπόγεια νοσταλγία, η οποία κάθε τόσο άναβε μια μικρή φλόγα («Α, τα νιάτα!») ανάμνηση του ολοκαυτώματος της νιότης, άρχισε να με αιχμαλωτίζει.
Μα ένα φως άναβε κι έδειχνε στην πλατεία και άφηνε την άκρη του ματιού να δέχεται τις φιγούρες και τις κινήσεις των θεατών, ώστε η προσοχή δεν μπορούσε να στραφεί απερίσπαστη στην ανάγνωση και στο κείμενο. Ύστερα ήρθαν από δεξιά και οι ήχοι της αναπαράστασης της κακουχίας του πλοίου και τότε πια η συγκέντρωση απαιτούσε προσπάθεια προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το δραματοποιημένο αναλόγιο, ωστόσο, δεν έχει χρεία αναπαράστασης. Και αν κρίθηκε αναγκαίο ένα ηχητικό χαλί, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πνευστό σε ένα απλό, το απλούστερο δυνατό, μουσικό μοτίβο. Κι αν ένα φως παραπάνω, από εκείνο που φώτιζε για να βλέπει ο θεατρικός αναγνώστης το αναλόγιο κι εμείς το πρόσωπό του, χρειαζόταν, θα μπορούσε μια φωτεινή γραμμή να κινείται διασχίζοντας τις επιμελημένα ατίθασες καρέκλες που ξεχώριζαν τη σκηνή από την πλατεία και όριζαν ακίνητη την τρικυμία.