λευκό πουκάμισο

31 01 2010

Αφήνω τον ήλιο να πάρει τη μέρα δυτικά
και συνεχίζω να οδηγώ νότια
την εσπερινή ώρα
Φέγγει ο ουρανός
Θα ‘ναι το φεγγάρι ολόγιομο, λες
Εδώ είσαι, πλάι μου, φοράς λευκό πουκάμισο
Και, να τη, ξαφνικά, η χλωμή σφαίρα
εκεί που ο δρόμος βλέπει την ανατολή
αντίκρυ μου
Μόλις που έχει σκαρφαλώσει τον ορίζοντα
κι απ’ την αραιή συννεφιά έχει ντυθεί
μια ζώνη ίριδα





κλειστή ομπρέλα

27 01 2010

«Πάρε ομπρέλα, πάρε ομπρέλα» διαλαλεί ένα νεαρό αγόρι
Κόσμους και καιρούς μακριά απ’ τον αγαπημένο του τόπο
Πλησιάζω και τον βλέπω να κοιτάζει τη μικρή ομπρέλα
που κρατώ κλειστή στο χέρι μου
Λέει κάτι παράξενο, κελαρυστό, χαμογελώντας
Δεν ξέρω τις λέξεις που του τραγουδούσε η μητέρα του
Ξέρω ότι και σ’ εκείνον αρέσει να περπατά στη βροχή
στη γλώσσα του





ανείπωτο γλιστρά

6 01 2010
ανειπωτο γλιστρα

“green’s heart” phot@rt by Aeglie

Μόνο να με κρατήσεις μες στα χέρια σου για λίγο
Να ζεσταθώ, ρίγησα απ’ το χειμώνα του κόσμου
Να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, να ησυχάσει η ανάσα
Λαχάνιασα, το κυνήγι του θησαυρού δε γύρεψα

Μόνο μια αγκαλιά κι ένα χάδι, έναν λόγο γλυκό
Και να γυρίσω πάλι σ’ αυτές τις λευκές σελίδες
Πώς με παιδεύουν να γράψω ό,τι θέλουν να πουν
Μπαίνω βαθιά στη σιωπή ν’ ακούσω τα λόγια τους

Κι ανοίγεις ολόκληρος να με χωράς κι αρχίζει
Το αρχαίο τραγούδι των σωμάτων που αγγίζονται
Το σ’ αγαπώ ανείπωτο γλιστρά επάνω στα κορμιά
Η σάρκα αναστενάζει, η ανάσα μυρίζει επιθυμία

Εξαπλώνομαι προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω
Επεκτείνομαι – κι εσύ, πλαταίνεις το στέρνο σου
Μακραίνεις τα χέρια σου, με περικλείεις, μέσα
Στην αγκαλιά σου πάντα χωράω όσο διευρύνομαι

Παραδίνομαι, εισπνέω τη μυρωδιά του πόθου σου
Βαθιά εισπνέω, η μυρωδιά του πόθου σου φτάνει
Τα σπλάχνα μου, ανοίγουν οι πύλες, η πόλη που
Είμαι δική σου πάλι, ενώ ο κόσμος έξω φυσάει

Καινούργιες αγωνίες στους παλιούς φόβους